θύλημα

θύλημα
θῡλ-ημα, ατος, τό,
A that which is offered: mostly in pl., θυλήματα, cakes, incense, etc., Ar.Pax 1040, Thphr.Fr.97.3, Pherecr.23.6, Telecl.33, Porph.Abst.2.6, 29; cf. θυάλημα, θυήλημα. (Cf. θύος, θύω (A), Lett. dūlēt 'smoke (bees)', Lat.fuligo.) [[pron. full] , Pherecr. l.c.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θύλημα — και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία 2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα το θυμίαμα, τα πλακούντια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού θυήλημα < θυηλούμαι] …   Dictionary of Greek

  • θυλημάτων — θύλημα that which is offered neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλήμασι — θύλημα that which is offered neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλήμασιν — θύλημα that which is offered neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλήματα — θύλημα that which is offered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυήλημα — και ιων. τ. θυάλημα, και διάφ. τ. θύλημα*, τὸ (Α) [θυηλούμαι] ιερή προσφορά, θυσία …   Dictionary of Greek

  • θυλούμαι — θυλοῡμαι, έομαι (Α) προσφέρω ως θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θύλημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”